- ἐκτρώσεως
- ἐκτρώσεω̆ς , ἔκτρωσιςmiscarriagefem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκβόλιο — το (Α ἐκβόλιον) φάρμακο ή άλλο μέσο εκτρώσεως αρχ. το φυτό δίκταμο … Dictionary of Greek